| Die Fachrichtung innerhalb der Pädagogik, die sich mit der theoretischen Begründung des Erziehungsbegriffs beschäftigt, ist die Allgemeine Pädagogik. |
Ο κλάδος της παιδαγωγικής που ασχολείται με τη θεωρητική θεμελίωση του όρου της εκπαίδευσης είναι η Γενική Παιδαγωγική. |
| Der früheste Versuch, den Begriff der Erziehung theoretisch zu begründen, stammt von Johann Friedrich Herbart (1776–1841), für den Erziehen eine gewollte, geplante, organisierte Veranstaltung ist; sie ist nicht natürlich und ereignet sich bloß, ist nicht nur Sozialisation, die gleichsam naturwüchsig geschieht, sondern eine rationale Handlung, die nach bewussten Zwecken verfährt. |
Η πιο πρώιμη προσπάθεια να θεμελιωθεί θεωρητικά ο όρος της εκπαίδευσης προέρχεται από τον Johann Friedrich Herbart (1776–1841), για τον οποίο η εκπαίδευση είναι μια επιδιωκόμενη, προγραμματισμένη και οργανωμένη δραστηριότητα. Δεν είναι φυσική και δεν συμβαίνει απλώς από μόνη της, δεν είναι μόνο κοινωνικοποίηση που συμβαίνει αυθόρμητα, αλλά μια ρητή ενέργεια που εξελίσσεται σύμφωνα με συνειδητούς σκοπούς. |
| Sie folgt dem Wollen, aber nicht irgendeinem Wollen, sondern demjenigen Wollen, das aus einem bestimmten Gesichtskreis bzw. Gedankenkreis ergibt. |
Ακολουθεί τη θέληση, αλλά όχι οποιαδήποτε θέληση, παρά τη θέληση που προκύπτει από μια συγκεκριμένη σφαίρα ή κύκλο σκέψης. |
| Siegfried Bernfeld schrieb 1929 aphoristisch: „Die Erziehung ist […] die Summe der Reaktionen einer Gesellschaft auf die Entwicklungstatsache.“ |
Ο Siegfried Bernfeld έγραψε το 1929 αφοριστικά: «Η εκπαίδευση είναι […] το σύνολο των αντιδράσεων μιας κοινωνίας στην πραγματικότητα της ανάπτυξης.». |
| Eduard Spranger (1882–1963) hat seinen Versuch, Erziehung theoretisch zu begründen, anthropologisch gefasst. |
Ο Eduard Spranger (1882–1963) προσέδωσε στην προσπάθειά του να θεμελιώσει θεωρητικά την εκπαίδευση με ανθρωπολογική χροιά. |
| In seiner berühmten Parabel vom Bogenschnitzer hat er den Ursprung der Erziehung zunächst sinnfällig beschrieben. |
Στην περίφημη παραβολή του για τον ξυλουργό, έχει περιγράψει αρχικά με σαφήνεια την προέλευση της εκπαίδευσης. |
| Der in vorgeschichtlicher Zeit lebende Bogenschnitzer unterbricht seine Arbeit, um einen Knaben zu zeigen, wie dieser selbst einen Bogen herstellen kann. |
Ο ξυλουργός του τόξου που ζούσε στην προϊστορική εποχή διακόπτει την εργασία του για να δείξει σε ένα αγόρι πώς να φτιάξει μόνος του ένα τόξο. |
| Spranger zielt hier vor allem darauf, dass Erziehung erst möglich ist, wenn die Lebensumstände es dem Menschen erlauben, sein Kernanliegen der Überlebenssicherung einen Moment zurückzustellen. |
Ο Spranger στοχεύει εδώ να δείξει κυρίως ότι η εκπαίδευση γίνεται εφικτή μόνο όταν οι συνθήκες ζωής επιτρέπουν στον άνθρωπο να αναβάλει για μια στιγμή το βασικό του μέλημα της εξασφάλισης της επιβίωσης. |