Multilingualism is the use of more than one language, either by an individual speaker or by a community of speakers. |
Πολυγλωσσία είναι η χρήση περισσότερων από μια γλωσσών, είτε από έναν ανεξάρτητο ομιλητή είτε από μια κοινότητα ομιλητών. |
It is believed that multilingual speakers outnumber monolingual speakers in the world's population. |
Πιστεύεται ότι οι πολύγλωσσοι ομιλητές ξεπερνούν σε αριθμό τους μονόγλωσσους ομιλητές του πλυθησμού παγκόσμια. |
More than half of all Europeans claim to speak at least one language other than their mother tongue;nevertheless, many of these are monoscriptual. |
Περισσότεροι από τους μισούς Ευρωπαίους ισχυρίζονται ότι μιλούν τουλάχιστον μια γλώσσα άλλη από την μητρική τους, πολλοί από αυτούς μπορούν να γράψουν μόνο σε μια γλώσσα. |
Multilingualism is becoming a social phenomenon governed by the needs of globalization and cultural openness. |
Η πολυγλωσσία έχει γίνει ένα κοινονικό φαινόμενο που καθοδηγείται από τις ανάγκες της παγκοσμιοποίησης και της πολιτισμικής ανεκτικότητας. |
Owing to the ease of access to information facilitated by the Internet, individuals' exposure to multiple languages is becoming increasingly frequent, thereby promoting a need to acquire additional languages. |
Εξαιτίας της εύκολης πρόσφασης σε πληροφορίες μέσω το Διαδικτύου, η έκθεση των ανθρώπων σε πολλαπλές γλώσσες αυξάνεται συστηματικά, προωθώντας έτσι την ανάγκη για μάθηση επιπρόσθετων γλωσσών. |
People who speak several languages are also called polyglots. |
Οι άνθρωποι που μιλούν διάφορες γλώσσες ονομάζονται πολύγλωσσοι |
Multilingual speakers have acquired and maintained at least one language during childhood, the so-called first language (L1). |
Οι πολύγλωσσοι ομιλητές έχουν μάθει και διατηρήσει τουλάχιστον μια γλώσσα κατά την παιδική τους ηλικία, την αποκαλούμενο πρώτη γλώσσα (Γ1). |
The first language (sometimes also referred to as the mother tongue) is acquired without formal education, by mechanisms heavily disputed. |
Η πρώτη γλώσσα (μερικές φορές αναφέρεται ως και μητρική γλώσσα) αποκτάται χωρίς επίσημη εκπαίδευση, από μηχανισμούς για τους οποίους υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες. |
Children acquiring two languages in this way are called simultaneous bilinguals. |
Τα παιδιά που μαθαίνουν δύο γλώσσες με αυτόν τον τρόπο ονομάζονται ταυτόχρονοι δίγλωσσοι. |
Even in the case of simultaneous bilinguals, one language usually dominates the other. |
Ακόμη και στην περίπτωση των ταυτόχρονων δίγλωσσων η μια γλώσσα συνήθως υπερέχει της άλλης. |
People who know more than one language have been reported to be more adept at language learning compared to monolinguals. |
Οι άνθρωποιο που γνωρίζουν περισσότερες από μια γλώσσες έχει αναφερθεί ότι είναι πιο αποτελεσματική στην εκμάθηση μιας γλώσσας παρά οι μονόγλωσσοι. |
Additionally, bilinguals often have important economic advantages over monolingual individuals as bilingual people are able to carry out duties that monolinguals cannot, such as interacting with customers who only speak a minority language. |
Επιπρόσθετα οι δίγλωσσοι συχνά έχουν σημαντικά οικονομικά πλεονεκτήμα σε σύγκριση με τους μονόγλωσσους καθώς οι δίγλωσσοι άνθρωποι μπορούν να εκτελέσουν καθήκοντα που οι δίγλωσσοι δεν μπορούν, όπως η επικοινωνία με πελάτες που μιλούν μια μειονοτική γλώσσα. |
Multilingualism in computing can be considered part of a continuum between internationalization and localization. |
Η πολυγλωσσία στην πληροφορική μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μέρος μιας συνέχειας μεταξύ της εσωτερικοποίησης και της τοπικότητας. |
Due to the status of English in computing, software development nearly always uses it (but see also Non-English-based programming languages), so almost all commercial software is initially available in an English version, and multilingual versions, if any, may be produced as alternative options based on the English original. |
Εξαιτίας της θέσης των Αγγλικών στην πληροφορική, στην ανάπτυξη λογισμικών χρησιμοποιούνται πάντα τα αγγλικά ( αλλά δες επίσης γλώσσες προγραμματισμού που δεν βασίζονται στα Αγγλικά), έτσι σχεδόν όλα τα εμπορικά λογισμικά είναι αρχικά διαθέσημα σε μια Αγγλική εκδοχή και οι πολύγλωσσες εκδοχές, αν υπάρξουν, μπορεί να παραχθούν ως εναλλακτικές επιλογές που βασίζουν στο Αγγλικό Πρωτότυπο. |